διανοητικοῦ

διανοητικοῦ
διανοητικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… …   Dictionary of Greek

  • διανοητικότητα — η 1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού διανοητικού 2. διανοητική ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διανοητικός. Η λ. στον λόγιο τ. διανοητικότης μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εσωτερικότητα — η 1. η ιδιότητα τού εσωτερικού, η εσωτερική όψη, η εσωτερική εμφάνιση 2. μτφ. η υποκειμενικότητα, η ύπαρξη σε κάποιο άτομο ανεπτυγμένου εσωτερικού (διανοητικού, ψυχικού και συναισθηματικού) κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσωτερικός. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • Αϊζενστάιν, Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς — (Sergei Mikhailovich Eisenstein, Ρίγα 1898 – Μόσχα 1948). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενώ σπούδαζε μηχανικός στην Πετρούπολη, κατατάχθηκε το 1918 εθελοντής στον Ερυθρό Στρατό, μάλλον για να ακολουθήσει το παράδειγμα των συναδέλφων του… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιτχεντ, Άλφρεντ Νορθ — (Alfred North Whitehead, Κεντ 1861 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1947). Άγγλος φιλόσοφος. Σπούδασε στο Σέρμπορν (Ντόρσετσαϊρ) και στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας και ειδικεύτηκε στη μαθηματική επιστήμη. Το 1898 εξελέγη μέλος της Royal Society. Έως το 1924… …   Dictionary of Greek

  • Πιαζέ, Ζαν — (Piaget, 1896 – 1980). Ελβετός ψυχολόγος, βιολόγος και παιδαγωγός. Μαθητής του Κλαπαρέντ και συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Παιδαγωγικών Επιστημών της Γενεύης. Η συμβολή του υπήρξε σημαντική στην προσπάθεια για τη διευρεύνηση των προβλημάτων… …   Dictionary of Greek

  • Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Σαντοβεάνου, Μιχαήλ — (Sadoveanu). Ρουμάνος συγγραφέας (Πάσκανι 1880 Βουκουρέστι 1961). Συνδεόμενος με το κίνημα που, γύρω από το περιοδικό 0 σπορέας, αναζητούσε την ανασύνδεση με τις εθνικές παραδόσεις εναντίον του διανοητικού κοσμοπολιτισμού που κυριαρχούσε τότε, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”